αλλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλλά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλλά [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λά
Σύνδεσμος
αλλά (εναντιωματικός σύνδεσμος)
- για να δηλώσει ότι ο όρος ή η πρόταση που ακολουθεί, υποδεικνύει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που προαναφέρθηκε
- ↪ είναι έξυπνος αλλά τεμπέλης
- ↪ Θα πάω διακοπές το καλοκαίρι, αλλά μετά με περιμένει πολλή δουλειά.
Εκφράσεις
- αλλά όμως
- ναι μεν, αλλά...
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αλλά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.