άμε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άμε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄμε, προστακτική του πηγαίνω < ἄγωμε < αρχαία ελληνική ἄγωμεν < ἄγω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άμε
τονικό παρώνυμο: αμέ

Επιφώνημα

άμε

  1. (λαϊκότροπο) ισοδύναμο με την προστακτική πήγαινε
    άμε στο καλό!
     συνώνυμα: άντε, άι

Σημειώσεις

  • Στον πληθυντικό χρησιμοποιούνται τα επιφωνήματα άμετε και αμέτε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.