αλώνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλώνι | τα | αλώνια |
| γενική | του | αλωνιού | των | αλωνιών |
| αιτιατική | το | αλώνι | τα | αλώνια |
| κλητική | αλώνι | αλώνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Αλώνι στη Σαντορίνη όπου αλωνίζεται η φάβα
Ετυμολογία
- αλώνι < μεσαιωνική ελληνική αλώνι(ν) < (ελληνιστική κοινή) ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως
Ουσιαστικό
αλώνι ουδέτερο
- στρογγυλός επίπεδος χώρος για το αλώνισμα δημητριακών
- (κατ’ επέκταση) χώρος αποξήρανσης (π.χ. σταφίδας)
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε αντικείμενο ή επιφάνεια κυκλικού σχήματος
Εκφράσεις
- τα μαρμαρένια αλώνια
- χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.