αλώνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλώνισμα | τα | αλωνίσματα |
| γενική | του | αλωνίσματος | των | αλωνισμάτων |
| αιτιατική | το | αλώνισμα | τα | αλωνίσματα |
| κλητική | αλώνισμα | αλωνίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλώνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του αλωνίζω, ο διαχωρισμός των κόκκων των δημητριακών από τα στάχυα και από το περίβλημά του σε αλώνι
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.