αλφάδι

Νέα ελληνικά (el)

αλφάδι (φυσαλίδας)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλφάδι τα αλφάδια
      γενική του αλφαδιού των αλφαδιών
    αιτιατική το αλφάδι τα αλφάδια
     κλητική αλφάδι αλφάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλφάδι < μεσαιωνική ελληνική ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα

Ουσιαστικό

αλφάδι ουδέτερο

  1. παλαιότερο εργαλείο, σε σχήμα κεφαλαίου άλφα, το οποίο είχε κρεμασμένο από την κορφή ένα νήμα της στάθμης βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο να βρεθεί αν μία επιφάνεια είναι οριζόντια
  2. (γενικότερα) κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για να δείχνει εάν μια επιφάνεια είναι οριζόντια
    (ειδικότερα) αλφάδι με φυσαλίδα

Συγγενικά

Επίρρημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.