νεάργυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεάργυρος | οι | νεάργυροι |
| γενική | του | νεάργυρου & νεαργύρου |
των | νεάργυρων & νεαργύρων |
| αιτιατική | τον | νεάργυρο | τους | νεάργυρους & νεαργύρους |
| κλητική | νεάργυρε | νεάργυροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεάργυρος < (νέος) νε- + άργυρος, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Neusilber
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.