αλλόφωνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλλόφωνο τα αλλόφωνα
      γενική του αλλόφωνου
& αλλοφώνου
των αλλόφωνων
& αλλοφώνων
    αιτιατική το αλλόφωνο τα αλλόφωνα
     κλητική αλλόφωνο αλλόφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλλόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική allophone στη σημασία για τη γλωσσολογία) < allo- (αρχαία ελληνική ἀλλο- + φωνή. Μορφολογικά αναλύεται σε αλλό- + -φωνο ουδέτερο του αλλόφωνος. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀλλόφωνος (ξενόγλωσσος).[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈlo.fo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλλόφωνο

Ουσιαστικό

αλλόφωνο ουδέτερο

  • (γλωσσολογία, φωνολογία) φθόγγος που είναι παραλλαγή ή ποικιλία του ίδιου φωνήματος· το ποια παραλλαγή θα εμφανιστεί, εξαρτάται από το ηχητικό περιβάλλον και τους φωνολογικούς κανόνες κάθε γλώσσας
    παραδειγμα: Στα νέα ελληνικά, οι φθόγγοι [k] και [c] είναι αλλόφωνα του φωνήματος /k/. Tο [k] εμφανίζεται πριν από σύμφωνα και πριν από /a/, /o/, /u/ ενώ το [c] πριν από /e/, /i/.
    αναλυτική εξήγηση - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012

Συγγενικά

  • αλλοφωνική παραλλαγή
  • αλλοφωνικός

 και δείτε τις λέξεις άλλος, φώνημα και φωνή

  • αλλόγραφο
  • αλλόμορφο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλλόφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αλλόφωνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.