αλλόφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλλόφρων & αλλόφρονας |
η | αλλόφρων | το | αλλόφρον |
| γενική | του | αλλόφρονος & αλλόφρονα |
της | αλλόφρονος | του | αλλόφρονος |
| αιτιατική | τον | αλλόφρονα | την | αλλόφρονα | το | αλλόφρον |
| κλητική | αλλόφρων & αλλόφρονα |
αλλόφρων | αλλόφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλλόφρονες | οι | αλλόφρονες | τα | αλλόφρονα |
| γενική | των | αλλοφρόνων | των | αλλοφρόνων | των | αλλοφρόνων |
| αιτιατική | τους | αλλόφρονες | τις | αλλόφρονες | τα | αλλόφρονα |
| κλητική | αλλόφρονες | αλλόφρονες | αλλόφρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλλόφρων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλλόφρων < (ἄλλος) ἀλλό- + -φρων
Επίθετο
αλλόφρων, -ων, -ον
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.