αληπασάδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αληπασάδικος η αληπασάδικη το αληπασάδικο
      γενική του αληπασάδικου της αληπασάδικης του αληπασάδικου
    αιτιατική τον αληπασάδικο την αληπασάδικη το αληπασάδικο
     κλητική αληπασάδικε αληπασάδικη αληπασάδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αληπασάδικοι οι αληπασάδικες τα αληπασάδικα
      γενική των αληπασάδικων των αληπασάδικων των αληπασάδικων
    αιτιατική τους αληπασάδικους τις αληπασάδικες τα αληπασάδικα
     κλητική αληπασάδικοι αληπασάδικες αληπασάδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αληπασάδικος < Αλή + πασάς + -ικος

Επίθετο

αληπασάδικος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με τον Αλή πασά, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
      Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του ανέδειξαν την πόλη σε σταυροδρόμι και οι ξένοι περιηγητές θαύμασαν την αληπασάδικη αυλή. (*)
  2. (μεταφορικά) βίαιος, καταπιεστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.