Αλή
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Αλή
<
τουρκική
Ali
Κύριο όνομα
Αλή
αρσενικό
άκλιτο
εξελληνισμένο
τουρκικό
όνομα
Αλής
Μεταφράσεις
Αλή
αγγλικά
:
Ali
(en)
αλβανικά
:
Ali
(sq)
γαλλικά
:
Ali
(fr)
ιταλικά
:
Alì
(it)
τουρκικά
:
Ali
(tr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.