αλεύρινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεύρινος η αλεύρινη το αλεύρινο
      γενική του αλεύρινου της αλεύρινης του αλεύρινου
    αιτιατική τον αλεύρινο την αλεύρινη το αλεύρινο
     κλητική αλεύρινε αλεύρινη αλεύρινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεύρινοι οι αλεύρινες τα αλεύρινα
      γενική των αλεύρινων των αλεύρινων των αλεύρινων
    αιτιατική τους αλεύρινους τις αλεύρινες τα αλεύρινα
     κλητική αλεύρινοι αλεύρινες αλεύρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλεύρινος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλεύρινος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.leˈvɾe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλευρένιος

Επίθετο

αλεύρινος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.