αλεύρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλεύρινος | η | αλεύρινη | το | αλεύρινο |
| γενική | του | αλεύρινου | της | αλεύρινης | του | αλεύρινου |
| αιτιατική | τον | αλεύρινο | την | αλεύρινη | το | αλεύρινο |
| κλητική | αλεύρινε | αλεύρινη | αλεύρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλεύρινοι | οι | αλεύρινες | τα | αλεύρινα |
| γενική | των | αλεύρινων | των | αλεύρινων | των | αλεύρινων |
| αιτιατική | τους | αλεύρινους | τις | αλεύρινες | τα | αλεύρινα |
| κλητική | αλεύρινοι | αλεύρινες | αλεύρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλεύρινος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλεύρινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.leˈvɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λευ‐ρέ‐νιος
Μεταφράσεις
αλεύρινος
|
→ δείτε τη λέξη αλευρένιος |
Πηγές
- αλεύρινος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.