αλευρένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλευρένιος | η | αλευρένια | το | αλευρένιο |
| γενική | του | αλευρένιου | της | αλευρένιας | του | αλευρένιου |
| αιτιατική | τον | αλευρένιο | την | αλευρένια | το | αλευρένιο |
| κλητική | αλευρένιε | αλευρένια | αλευρένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλευρένιοι | οι | αλευρένιες | τα | αλευρένια |
| γενική | των | αλευρένιων | των | αλευρένιων | των | αλευρένιων |
| αιτιατική | τους | αλευρένιους | τις | αλευρένιες | τα | αλευρένια |
| κλητική | αλευρένιοι | αλευρένιες | αλευρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλευρένιος < αλεύρ(ι) + -ένιος. Δείτε και αρχαία ελληνική ἀλεύρινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.leˈvɾe.ɲos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λευ‐ρέ‐νιος
Μεταφράσεις
αλευρένιος
|
|
Πηγές
- «αλεύρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.