αλεξίπτωτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεξίπτωτο τα αλεξίπτωτα
      γενική του αλεξίπτωτου των αλεξίπτωτων
    αιτιατική το αλεξίπτωτο τα αλεξίπτωτα
     κλητική αλεξίπτωτο αλεξίπτωτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλεξίπτωτο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀλεξίπτωτον [1] (ήδη από το 1874)[2] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική parachute. Μορφολογικά αναλύεται σε αλεξί- + ουδέτερο πτωτόν του ελληνιστικού πτωτός (που μπορεί να πέσει)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.leˈksi.pto.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλεξίπτωτο

Ουσιαστικό

αλεξίπτωτο ουδέτερο

  • συσκευή που, με το άνοιγμά της, αποβλέπει στο φρενάρισμα της πτώσης αντικειμένων, χάρη στην αντίσταση του αέρα

Υπώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ἀλεξίπτωτον σελ.233 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  2. σελ. 39, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    ΣτΕ: Γραμμένο, ίσως εκ παραδρομής: «ἀλεξίπτωτος, το». Αναφέρεται και το «χαλασίπτωτον».

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.