αλεξιπτωτιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλεξιπτωτιστής οι αλεξιπτωτιστές
      γενική του αλεξιπτωτιστή των αλεξιπτωτιστών
    αιτιατική τον αλεξιπτωτιστή τους αλεξιπτωτιστές
     κλητική αλεξιπτωτιστή αλεξιπτωτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλεξιπτωτιστής < από το αλεξίπτωτον.

Ουσιαστικό

αλεξιπτωτιστής αρσενικό

  1. αυτός που πηδάει από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο.
  2. (μεταφορικά) αυτός που μπαίνει σε μια υπηρεσία, που παίρνει μια θέση, με μέσον.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.