αλεξιπτωτιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλεξιπτωτιστής | οι | αλεξιπτωτιστές |
| γενική | του | αλεξιπτωτιστή | των | αλεξιπτωτιστών |
| αιτιατική | τον | αλεξιπτωτιστή | τους | αλεξιπτωτιστές |
| κλητική | αλεξιπτωτιστή | αλεξιπτωτιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλεξιπτωτιστής < από το αλεξίπτωτον.
Ουσιαστικό
αλεξιπτωτιστής αρσενικό
- αυτός που πηδάει από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο.
- (μεταφορικά) αυτός που μπαίνει σε μια υπηρεσία, που παίρνει μια θέση, με μέσον.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αλεξιπτωτιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.