αλίμονο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλίμονο < μεσαιωνική ελληνική αλίμονο(ν) < αλί + μόνο(ν)
Σημειώσεις
Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογήσεις: < αρχαία ελληνική ἀλλ’ εἰ μόνον [1] / αρχαία ελληνική ἀλήμων / αρχαία ελληνική ἀλλ’ οἴμοι
Επιφώνημα
αλίμονο
Συγγενικά
Αναφορές
- αλίμονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.