αλίμονο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλίμονο < μεσαιωνική ελληνική αλίμονο(ν) < αλί + μόνο(ν)

Σημειώσεις

Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογήσεις: < αρχαία ελληνική ἀλλ’ εἰ μόνον [1] / αρχαία ελληνική ἀλήμων / αρχαία ελληνική ἀλλ’ οἴμοι

Επιφώνημα

αλίμονο

  1. επιφώνημα έκφρασης δυστυχίας, συμφοράς ή λύπης
  2. επιφώνημα έκφρασης απειλής
    • Αλίμονό σου αν ξαναπεράσεις από δω!
    • ουαί και αλίμονό σου!
  3. επιφώνημα έκφρασης συγκατάβασης
    -Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. -Αλίμονο! Ούτε να το συζητάς!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.