τρισαλίμονο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρισαλίμονο < ([[τρία], τρις) τρισ- + αλίμονο

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.saˈli.mo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρισαλίμονο

Επιφώνημα

τρισαλίμονο

Εκφράσεις

  • αλί και τρισαλί, αλίμονο και τρισαλίμονο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.