αλί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλί < μεσαιωνική ελληνική ἀλί για το οποίο έχουν προταθεί δύο ετυμολογήσεις:
- ότι έχει αποσπαστεί από το ἀλίμονο
- Ο Μπαμπινιώτης προτείνει επίσης : < ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός) (από τη βιβλική φράση ἠλί ἠλί λεμά σαβαχθανί, Ευαγγέλιον Κατά Ματθαίον, κζ´, 46)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.