οἴμοι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οἴμοι < οἴ + μοι (προσωπική αντωνυμία) < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

οἴμοι

  • ὤμοι
  • ᾤμοι
  • οἴμμοι

Συγγενικά

  • οἰμωγή
  • οἴμωγμα
  • οἰμωγμός
  • οἰμώζω
  • οἰμωκτί
  • οἰμωκτία
  • οἰμωκτικός
  • οἰμωκτός
  • οἰμωξία
  • οἰμώσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.