αλάβαστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλάβαστρο | τα | αλάβαστρα |
| γενική | του | αλάβαστρου | των | αλάβαστρων |
| αιτιατική | το | αλάβαστρο | τα | αλάβαστρα |
| κλητική | αλάβαστρο | αλάβαστρα | ||
| Δείτε και ο αλάβαστρος. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλάβαστρο < ελληνιστική κοινή ἀλάβαστρον < αρχαία ελληνική ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈla.va.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λά‐βα‐στρο
Ουσιαστικό
αλάβαστρο ουδέτερο
- λίθος, παραλλαγή γύψου, κυρίως χρώματος χιονόλευκου ή ρόδινου με τον οποίο κατασκευάζονται κομψοτεχνήματα
- (αρχαιολογία) είδος αρχαίου αγγείου με ψηλό σώμα και μικρό στόμιο
- ※ Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
- Μαρίνα Πλατή, Ελένη Μάρκου, Αρχαία Ελληνική Κεραμική - πληροφορίες, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
- ≈ συνώνυμα: αρχαία ελληνικά: ἀλάβαστος
- ※ Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
- αλάβαστρος (αρσενικό)
Συγγενικά
- αλαβαστρένιος
- αλαβάστρινος
- αλαβαστρίτης
- αλαβαστροειδής
- αλαβαστροθήκη
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.