αλαβάστρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλαβάστρινος | η | αλαβάστρινη | το | αλαβάστρινο |
| γενική | του | αλαβάστρινου | της | αλαβάστρινης | του | αλαβάστρινου |
| αιτιατική | τον | αλαβάστρινο | την | αλαβάστρινη | το | αλαβάστρινο |
| κλητική | αλαβάστρινε | αλαβάστρινη | αλαβάστρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλαβάστρινοι | οι | αλαβάστρινες | τα | αλαβάστρινα |
| γενική | των | αλαβάστρινων | των | αλαβάστρινων | των | αλαβάστρινων |
| αιτιατική | τους | αλαβάστρινους | τις | αλαβάστρινες | τα | αλαβάστρινα |
| κλητική | αλαβάστρινοι | αλαβάστρινες | αλαβάστρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλαβάστρινος < (ελληνιστική κοινή) ἀλαβάστρινος
Επίθετο
αλαβάστρινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από αλάβαστρο
- (μεταφορικά) όμοιος με αλάβαστρο, λευκός και πολύ όμορφος
Μεταφράσεις
αλαβάστρινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.