figurehead

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

figurehead (en)

  1. Το ακρόπρωρο (διακοσμητική φιγούρα στην πλώρη του πλοίου).
  2. Κάποιος που είναι αρχηγός ή επικεφαλής μόνο κατ'όνομα, ενώ στην ουσία δεν ασκεί καμία πραγματική εξουσία.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.