figurehead
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
figurehead <
figure
(en)
+
head
(en)
.
Ουσιαστικό
figurehead
(en)
Το
ακρόπρωρο
(διακοσμητική φιγούρα στην
πλώρη
του πλοίου).
Κάποιος που είναι αρχηγός ή επικεφαλής μόνο κατ'όνομα, ενώ στην ουσία δεν ασκεί καμία πραγματική εξουσία.
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.