ἀκρόπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀκρόπολῐς | αἱ | ἀκροπόλεις |
| γενική | τῆς | ἀκροπόλεως | τῶν | ἀκροπόλεων |
| δοτική | τῇ | ἀκροπόλει | ταῖς | ἀκροπόλεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἀκρόπολῐν | τὰς | ἀκροπόλεις |
| κλητική ὦ! | ἀκρόπολῐ | ἀκροπόλεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκροπόλει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκροπολέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀκρόπολις αρσενικό
- το πιο ακραίο σημείο μιας πόλης
- (συνεκδοχικά) το φρούριο ή οχυρό που υπήρχε στο ψηλότερο σημείο της πόλης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 494
- ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεὺς
- ποιητικός τύπος: ἀκρόπτολις
Συγγενικά
- ἀκροπολεύω
- Ἀκροπολιεύς
- Ἀκρόπολις (τοπωνύμιο)
Αναφορές
- «ακρόπολη» (και σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀκρόπολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκρόπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.