ακροβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακροβολίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροβολίζω < ἀκροβόλος < → δείτε ἀκρη (ακρο-) + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾo.voˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐βο‐λί‐ζω
Ρήμα
ακροβολίζω[1], αόρ.: (ακροβόλισα), παθ.φωνή: ακροβολίζομαι, π.αόρ.: ακροβολίστηκα, μτχ.π.π.: ακροβολισμένος
Συγγενικά
- ακροβόλισμα
- ακροβολισμός
- ακροβολιστής
- ακροβολιστά
- ακροβολιστί
- ακροβολιστικός
- → δείτε τις λέξεις ακροβόλι, άκρη και βάλλω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακροβολίζω | ακροβόλιζα | θα ακροβολίζω | να ακροβολίζω | ακροβολίζοντας | |
| β' ενικ. | ακροβολίζεις | ακροβόλιζες | θα ακροβολίζεις | να ακροβολίζεις | ακροβόλιζε | |
| γ' ενικ. | ακροβολίζει | ακροβόλιζε | θα ακροβολίζει | να ακροβολίζει | ||
| α' πληθ. | ακροβολίζουμε | ακροβολίζαμε | θα ακροβολίζουμε | να ακροβολίζουμε | ||
| β' πληθ. | ακροβολίζετε | ακροβολίζατε | θα ακροβολίζετε | να ακροβολίζετε | ακροβολίζετε | |
| γ' πληθ. | ακροβολίζουν(ε) | ακροβόλιζαν ακροβολίζαν(ε) |
θα ακροβολίζουν(ε) | να ακροβολίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακροβόλισα | θα ακροβολίσω | να ακροβολίσω | ακροβολίσει | ||
| β' ενικ. | ακροβόλισες | θα ακροβολίσεις | να ακροβολίσεις | ακροβόλισε | ||
| γ' ενικ. | ακροβόλισε | θα ακροβολίσει | να ακροβολίσει | |||
| α' πληθ. | ακροβολίσαμε | θα ακροβολίσουμε | να ακροβολίσουμε | |||
| β' πληθ. | ακροβολίσατε | θα ακροβολίσετε | να ακροβολίσετε | ακροβολίστε | ||
| γ' πληθ. | ακροβόλισαν ακροβολίσαν(ε) |
θα ακροβολίσουν(ε) | να ακροβολίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακροβολίσει | είχα ακροβολίσει | θα έχω ακροβολίσει | να έχω ακροβολίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακροβολίσει | είχες ακροβολίσει | θα έχεις ακροβολίσει | να έχεις ακροβολίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακροβολίσει | είχε ακροβολίσει | θα έχει ακροβολίσει | να έχει ακροβολίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακροβολίσει | είχαμε ακροβολίσει | θα έχουμε ακροβολίσει | να έχουμε ακροβολίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακροβολίσει | είχατε ακροβολίσει | θα έχετε ακροβολίσει | να έχετε ακροβολίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακροβολίσει | είχαν ακροβολίσει | θα έχουν ακροβολίσει | να έχουν ακροβολίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακροβολίζομαι | ακροβολιζόμουν(α) | θα ακροβολίζομαι | να ακροβολίζομαι | ||
| β' ενικ. | ακροβολίζεσαι | ακροβολιζόσουν(α) | θα ακροβολίζεσαι | να ακροβολίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ακροβολίζεται | ακροβολιζόταν(ε) | θα ακροβολίζεται | να ακροβολίζεται | ||
| α' πληθ. | ακροβολιζόμαστε | ακροβολιζόμαστε ακροβολιζόμασταν |
θα ακροβολιζόμαστε | να ακροβολιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ακροβολίζεστε | ακροβολιζόσαστε ακροβολιζόσασταν |
θα ακροβολίζεστε | να ακροβολίζεστε | (ακροβολίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ακροβολίζονται | ακροβολίζονταν ακροβολιζόντουσαν |
θα ακροβολίζονται | να ακροβολίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακροβολίστηκα | θα ακροβολιστώ | να ακροβολιστώ | ακροβολιστεί | ||
| β' ενικ. | ακροβολίστηκες | θα ακροβολιστείς | να ακροβολιστείς | ακροβολίσου | ||
| γ' ενικ. | ακροβολίστηκε | θα ακροβολιστεί | να ακροβολιστεί | |||
| α' πληθ. | ακροβολιστήκαμε | θα ακροβολιστούμε | να ακροβολιστούμε | |||
| β' πληθ. | ακροβολιστήκατε | θα ακροβολιστείτε | να ακροβολιστείτε | ακροβολιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ακροβολίστηκαν ακροβολιστήκαν(ε) |
θα ακροβολιστούν(ε) | να ακροβολιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ακροβολιστεί | είχα ακροβολιστεί | θα έχω ακροβολιστεί | να έχω ακροβολιστεί | ακροβολισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ακροβολιστεί | είχες ακροβολιστεί | θα έχεις ακροβολιστεί | να έχεις ακροβολιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ακροβολιστεί | είχε ακροβολιστεί | θα έχει ακροβολιστεί | να έχει ακροβολιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακροβολιστεί | είχαμε ακροβολιστεί | θα έχουμε ακροβολιστεί | να έχουμε ακροβολιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ακροβολιστεί | είχατε ακροβολιστεί | θα έχετε ακροβολιστεί | να έχετε ακροβολιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακροβολιστεί | είχαν ακροβολιστεί | θα έχουν ακροβολιστεί | να έχουν ακροβολιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ακροβολισμένος - είμαστε, είστε, είναι ακροβολισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ακροβολισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ακροβολισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ακροβολισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ακροβολισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ακροβολισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ακροβολισμένοι | |||||
Αναφορές
- ακροβολίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακροβολίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.