ακροβολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακροβολίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροβολίζω < ἀκροβόλος <  δείτε  ἀκρη (ακρο-) + βάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.voˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροβολίζω

Ρήμα

ακροβολίζω[1], αόρ.: (ακροβόλισα), παθ.φωνή: ακροβολίζομαι, π.αόρ.: ακροβολίστηκα, μτχ.π.π.: ακροβολισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.