ακροβολισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακροβολισμένος | η | ακροβολισμένη | το | ακροβολισμένο |
| γενική | του | ακροβολισμένου | της | ακροβολισμένης | του | ακροβολισμένου |
| αιτιατική | τον | ακροβολισμένο | την | ακροβολισμένη | το | ακροβολισμένο |
| κλητική | ακροβολισμένε | ακροβολισμένη | ακροβολισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακροβολισμένοι | οι | ακροβολισμένες | τα | ακροβολισμένα |
| γενική | των | ακροβολισμένων | των | ακροβολισμένων | των | ακροβολισμένων |
| αιτιατική | τους | ακροβολισμένους | τις | ακροβολισμένες | τα | ακροβολισμένα |
| κλητική | ακροβολισμένοι | ακροβολισμένες | ακροβολισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακροβολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακροβολίζομαι
Μεταφράσεις
ακροβολισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.