ἀκροάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
ἀκροάομαι-ἀκροῶμαι και ἀκροάζομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
- ἀκρόαμα
- ἀκροαματικός
- ἀκρόασις
- ἀκροατέον
- ἀκροατήριον
- ἀκροατής
- ἀκροατικός
Πηγές
- ἀκροάομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκροάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.