audience
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɔːdi.əns/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
audience (en)
- το ακροατήριο, οι ακροατές, ομάδα ανθρώπων που έχουν μαζευτεί για να παρακολουθήσουν ή να ακούσουν κάτι
- ↪ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
- ↪ the audience of an event - οι ακροατές μιας εκδήλωσης
- ↪ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- το κοινό, ένας αριθμός ατόμων ή μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που παρακολουθούν, διαβάζουν ή ακούν το ίδιο πράγμα
- ↪ the consumer audience - το καταναλωτικό/το αγοραστικό κοινό
- ↪ a newspaper/magazine with a large audience of readers - εφημερίδα/περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό
- ↪ Every writer/artist has its own audience.
- Κάθε συγγραφέας/καλλιτέχνης έχει το δικό του κοινό.
Πολυλεκτικοί όροι
- target audience
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.