ακριβοπουλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριβοπουλημένος | η | ακριβοπουλημένη | το | ακριβοπουλημένο |
| γενική | του | ακριβοπουλημένου | της | ακριβοπουλημένης | του | ακριβοπουλημένου |
| αιτιατική | τον | ακριβοπουλημένο | την | ακριβοπουλημένη | το | ακριβοπουλημένο |
| κλητική | ακριβοπουλημένε | ακριβοπουλημένη | ακριβοπουλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριβοπουλημένοι | οι | ακριβοπουλημένες | τα | ακριβοπουλημένα |
| γενική | των | ακριβοπουλημένων | των | ακριβοπουλημένων | των | ακριβοπουλημένων |
| αιτιατική | τους | ακριβοπουλημένους | τις | ακριβοπουλημένες | τα | ακριβοπουλημένα |
| κλητική | ακριβοπουλημένοι | ακριβοπουλημένες | ακριβοπουλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακριβοπουλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακριβοπουλώ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ακριβοπουλημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.