ακριβοπληρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριβοπληρωμένος | η | ακριβοπληρωμένη | το | ακριβοπληρωμένο |
| γενική | του | ακριβοπληρωμένου | της | ακριβοπληρωμένης | του | ακριβοπληρωμένου |
| αιτιατική | τον | ακριβοπληρωμένο | την | ακριβοπληρωμένη | το | ακριβοπληρωμένο |
| κλητική | ακριβοπληρωμένε | ακριβοπληρωμένη | ακριβοπληρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριβοπληρωμένοι | οι | ακριβοπληρωμένες | τα | ακριβοπληρωμένα |
| γενική | των | ακριβοπληρωμένων | των | ακριβοπληρωμένων | των | ακριβοπληρωμένων |
| αιτιατική | τους | ακριβοπληρωμένους | τις | ακριβοπληρωμένες | τα | ακριβοπληρωμένα |
| κλητική | ακριβοπληρωμένοι | ακριβοπληρωμένες | ακριβοπληρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακριβοπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακριβοπληρώνω
Μετοχή
ακριβοπληρωμένος, -η, -ο
- που πληρώνεται ακριβά για κάποια δουλειά
- που είχε υψηλή τιμή όταν αποκτήθηκε, που στοίχισε πολλά
Μεταφράσεις
ακριβοπληρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.