ακριβομίλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακριβομίλητος | η | ακριβομίλητη | το | ακριβομίλητο |
| γενική | του | ακριβομίλητου | της | ακριβομίλητης | του | ακριβομίλητου |
| αιτιατική | τον | ακριβομίλητο | την | ακριβομίλητη | το | ακριβομίλητο |
| κλητική | ακριβομίλητε | ακριβομίλητη | ακριβομίλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακριβομίλητοι | οι | ακριβομίλητες | τα | ακριβομίλητα |
| γενική | των | ακριβομίλητων | των | ακριβομίλητων | των | ακριβομίλητων |
| αιτιατική | τους | ακριβομίλητους | τις | ακριβομίλητες | τα | ακριβομίλητα |
| κλητική | ακριβομίλητοι | ακριβομίλητες | ακριβομίλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾi.voˈmi.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐μί‐λη‐τος
Επίθετο
ακριβομίλητος, -η, -ο
- που λέει λίγα λόγια
- ≈ συνώνυμα: λιγομίλητος
- ≠ αντώνυμα: πολυλογάς, φλύαρος
Μεταφράσεις
ακριβομίλητος
|
→ δείτε τη λέξη λιγομίλητος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.