ακινητοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ακινητοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακινητοποιώ
  2. θα ακινητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακινητοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ακινητοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακινητοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.