ακινητοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ακινητοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακινητοποιώ
- θα ακινητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακινητοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ακινητοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακινητοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.