ακατάσβεστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάσβεστος | η | ακατάσβεστη | το | ακατάσβεστο |
| γενική | του | ακατάσβεστου | της | ακατάσβεστης | του | ακατάσβεστου |
| αιτιατική | τον | ακατάσβεστο | την | ακατάσβεστη | το | ακατάσβεστο |
| κλητική | ακατάσβεστε | ακατάσβεστη | ακατάσβεστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάσβεστοι | οι | ακατάσβεστες | τα | ακατάσβεστα |
| γενική | των | ακατάσβεστων | των | ακατάσβεστων | των | ακατάσβεστων |
| αιτιατική | τους | ακατάσβεστους | τις | ακατάσβεστες | τα | ακατάσβεστα |
| κλητική | ακατάσβεστοι | ακατάσβεστες | ακατάσβεστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατάσβεστος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατάσβεστος
Επίθετο
ακατάσβεστος,η,ο
- (για εστία φωτιάς) που δεν έχει κατασβεστεί ακόμη ή που μοιάζει αδύνατο να κατασβεστεί
- (μεταφορικά) (για έντονο συναίσθημα) που δεν χαλιναγωγείται, που δεν κατασιγάζει, δεν καταλαγιάζει, δεν καταπραϋνεται
Συγγενικά
- ακατάσβεστα
- → δείτε τις λέξεις κατασβήνω και σβήνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.