καταρτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταρτίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

καταρτίζω

  1. προσφέρω σε κάποιον ειδική γνώση σε έναν τομέα, τον εκπαιδεύω με τις απαραίτητες γνώσεις
  2. προπαρασκευάζω, συντάσσω ένα επίσημο έγγραφο (πχ μία πρόταση, έναν προϋπολογισμό)
  3. οργανώνω, συστήνω, συμπηγνύω, συνιστώ, σχηματίζω, συγκροτώ σε ένα λειτουργικό σύνολο
    στις παρελθούσες εκλογές, τέσσερα κόμματα κατάρτισαν μια τετραμερή συμμαχία για να αποσπάσουν μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.