καταρτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταρτίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
καταρτίζω
- προσφέρω σε κάποιον ειδική γνώση σε έναν τομέα, τον εκπαιδεύω με τις απαραίτητες γνώσεις
- προπαρασκευάζω, συντάσσω ένα επίσημο έγγραφο (πχ μία πρόταση, έναν προϋπολογισμό)
- οργανώνω, συστήνω, συμπηγνύω, συνιστώ, σχηματίζω, συγκροτώ σε ένα λειτουργικό σύνολο
- στις παρελθούσες εκλογές, τέσσερα κόμματα κατάρτισαν μια τετραμερή συμμαχία για να αποσπάσουν μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων
Συγγενικά
- καταρτισμός
- κατάρτιση
- κατάρτι : δοκάρι που συγκροτεί τα πανιά του πλοίου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταρτίζω | κατάρτιζα | θα καταρτίζω | να καταρτίζω | καταρτίζοντας | |
| β' ενικ. | καταρτίζεις | κατάρτιζες | θα καταρτίζεις | να καταρτίζεις | κατάρτιζε | |
| γ' ενικ. | καταρτίζει | κατάρτιζε | θα καταρτίζει | να καταρτίζει | ||
| α' πληθ. | καταρτίζουμε | καταρτίζαμε | θα καταρτίζουμε | να καταρτίζουμε | ||
| β' πληθ. | καταρτίζετε | καταρτίζατε | θα καταρτίζετε | να καταρτίζετε | καταρτίζετε | |
| γ' πληθ. | καταρτίζουν(ε) | κατάρτιζαν καταρτίζαν(ε) |
θα καταρτίζουν(ε) | να καταρτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατάρτισα | θα καταρτίσω | να καταρτίσω | καταρτίσει | ||
| β' ενικ. | κατάρτισες | θα καταρτίσεις | να καταρτίσεις | κατάρτισε | ||
| γ' ενικ. | κατάρτισε | θα καταρτίσει | να καταρτίσει | |||
| α' πληθ. | καταρτίσαμε | θα καταρτίσουμε | να καταρτίσουμε | |||
| β' πληθ. | καταρτίσατε | θα καταρτίσετε | να καταρτίσετε | καταρτίστε | ||
| γ' πληθ. | κατάρτισαν καταρτίσαν(ε) |
θα καταρτίσουν(ε) | να καταρτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταρτίσει | είχα καταρτίσει | θα έχω καταρτίσει | να έχω καταρτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταρτίσει | είχες καταρτίσει | θα έχεις καταρτίσει | να έχεις καταρτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταρτίσει | είχε καταρτίσει | θα έχει καταρτίσει | να έχει καταρτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταρτίσει | είχαμε καταρτίσει | θα έχουμε καταρτίσει | να έχουμε καταρτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταρτίσει | είχατε καταρτίσει | θα έχετε καταρτίσει | να έχετε καταρτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταρτίσει | είχαν καταρτίσει | θα έχουν καταρτίσει | να έχουν καταρτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.