ακατάρτιστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακατάρτιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακατάρτιστος
Επίρρημα
ακατάρτιστα
- χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο ειδικών γνώσεων, με άγνοια
Μεταφράσεις
ακατάρτιστα
|
|
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακατάρτιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακόλαστος
Μεταφράσεις
ακατάρτιστα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.