ακέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακέφαλος | η | ακέφαλος & ακέφαλη |
το | ακέφαλο |
| γενική | του | ακεφάλου & ακέφαλου |
της | ακεφάλου & ακέφαλης |
του | ακεφάλου & ακέφαλου |
| αιτιατική | τον | ακέφαλο | την | ακέφαλο & ακέφαλη |
το | ακέφαλο |
| κλητική | ακέφαλε | ακέφαλε & ακέφαλη |
ακέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακέφαλοι | οι | ακέφαλοι & ακέφαλες |
τα | ακέφαλα |
| γενική | των | ακεφάλων & ακέφαλων |
των | ακεφάλων & ακέφαλων |
των | ακεφάλων & ακέφαλων |
| αιτιατική | τους | ακεφάλους & ακέφαλους |
τις | ακεφάλους & ακέφαλες |
τα | ακέφαλα |
| κλητική | ακέφαλοι | ακέφαλοι & ακέφαλες |
ακέφαλα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακέφαλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ακέφαλος, -ος/-η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει κεφάλι
- ο ακέφαλος καβαλάρης
- (μεταφορικά) που δεν έχει αρχηγό, διευθυντή, κάποιον που τον οδηγεί
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.