αιχμαλωτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιχμαλωτισμένος | η | αιχμαλωτισμένη | το | αιχμαλωτισμένο |
| γενική | του | αιχμαλωτισμένου | της | αιχμαλωτισμένης | του | αιχμαλωτισμένου |
| αιτιατική | τον | αιχμαλωτισμένο | την | αιχμαλωτισμένη | το | αιχμαλωτισμένο |
| κλητική | αιχμαλωτισμένε | αιχμαλωτισμένη | αιχμαλωτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιχμαλωτισμένοι | οι | αιχμαλωτισμένες | τα | αιχμαλωτισμένα |
| γενική | των | αιχμαλωτισμένων | των | αιχμαλωτισμένων | των | αιχμαλωτισμένων |
| αιτιατική | τους | αιχμαλωτισμένους | τις | αιχμαλωτισμένες | τα | αιχμαλωτισμένα |
| κλητική | αιχμαλωτισμένοι | αιχμαλωτισμένες | αιχμαλωτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιχμαλωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αιχμαλωτίζω
Μεταφράσεις
αιχμαλωτισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.