αιμοσφαιρίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοσφαιρίνη οι αιμοσφαιρίνες
      γενική της αιμοσφαιρίνης των αιμοσφαιρινών
    αιτιατική την αιμοσφαιρίνη τις αιμοσφαιρίνες
     κλητική αιμοσφαιρίνη αιμοσφαιρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η δομή της ανθρώπινης αιμοσφαιρίνης

Ετυμολογία

αιμοσφαιρίνη < αίμα + σφαίρ(α) + -ίνη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hémoglobine[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.mo.sfeˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιμοσφαιρίνη

Ουσιαστικό

αιμοσφαιρίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.