αιματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιματολογία | οι | αιματολογίες |
| γενική | της | αιματολογίας | των | αιματολογιών |
| αιτιατική | την | αιματολογία | τις | αιματολογίες |
| κλητική | αιματολογία | αιματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hématologie < hémato- + -logie < αρχαία ελληνική αιματο- + -λογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐το‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
αιματολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
αιματολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.