αιλουροειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιλουροειδής | η | αιλουροειδής | το | αιλουροειδές |
| γενική | του | αιλουροειδούς* | της | αιλουροειδούς | του | αιλουροειδούς |
| αιτιατική | τον | αιλουροειδή | την | αιλουροειδή | το | αιλουροειδές |
| κλητική | αιλουροειδή(ς) | αιλουροειδής | αιλουροειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιλουροειδείς | οι | αιλουροειδείς | τα | αιλουροειδή |
| γενική | των | αιλουροειδών | των | αιλουροειδών | των | αιλουροειδών |
| αιτιατική | τους | αιλουροειδείς | τις | αιλουροειδείς | τα | αιλουροειδή |
| κλητική | αιλουροειδείς | αιλουροειδείς | αιλουροειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιλουροειδής < αίλουρ(ος) + -ο- + -ειδής → και δείτε τη λέξη αιλουροειδή
- Και (ουσιαστικοποιημένο) αιλουροειδές, αιλουροειδή.
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.lu.ɾo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐λου‐ρο‐ει‐δής
Επίθετο
αιλουροειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με αίλουρο
- (για ζώα) → δείτε αιλουροειδή
- (μεταφορικά) για σώματα σφριγηλά ή κινήσεις που θυμίζουν αίλουρο
Πηγές
- αιλουροειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αιλουροειδής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.