αθωωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθωωμένος | η | αθωωμένη | το | αθωωμένο |
| γενική | του | αθωωμένου | της | αθωωμένης | του | αθωωμένου |
| αιτιατική | τον | αθωωμένο | την | αθωωμένη | το | αθωωμένο |
| κλητική | αθωωμένε | αθωωμένη | αθωωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθωωμένοι | οι | αθωωμένες | τα | αθωωμένα |
| γενική | των | αθωωμένων | των | αθωωμένων | των | αθωωμένων |
| αιτιατική | τους | αθωωμένους | τις | αθωωμένες | τα | αθωωμένα |
| κλητική | αθωωμένοι | αθωωμένες | αθωωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αθωωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αθωώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.