αθλομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθλομανής η αθλομανής το αθλομανές
      γενική του αθλομανούς* της αθλομανούς του αθλομανούς
    αιτιατική τον αθλομανή την αθλομανή το αθλομανές
     κλητική αθλομανή(ς) αθλομανής αθλομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθλομανείς οι αθλομανείς τα αθλομανή
      γενική των αθλομανών των αθλομανών των αθλομανών
    αιτιατική τους αθλομανείς τις αθλομανείς τα αθλομανή
     κλητική αθλομανείς αθλομανείς αθλομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθλομανής < αθλο- + -μανής

Επίθετο

αθλομανής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.