αθλο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αθλο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλο- / ἀθλ- < ἆθλο(ν) [1]
Πρόθημα
αθλο- ή αθλ- όταν ακολουθεί φωνήεν
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αθλο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αθλ- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- αθλητής & σύνθετα' αθλητ-
Μεταφράσεις
αθλο-
|
|
Αναφορές
- αθλο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.