αθλομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθλομανία | οι | αθλομανίες |
| γενική | της | αθλομανίας | των | αθλομανιών |
| αιτιατική | την | αθλομανία | τις | αθλομανίες |
| κλητική | αθλομανία | αθλομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αθλομανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.