fiend

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

fiend < μέση αγγλική feend (“εχθρός, δαίμονας”) < αγγλοσαξονικά fēond (“εχθρός”) < πρωτογερμανική *fijandz

Προφορά

ΔΦΑ : /fiːnd/

Ουσιαστικό

fiend (en)

  1. δαίμονας
  2. πολύ κακός άνθρωπος
  3. μανιακός, μανιώδης
  4. εθισμένος, εξαρτημένος

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.