αθεράπευτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αθεράπευτα < αθεράπευτος

Επίρρημα

αθεράπευτα

  1. κατά τρόπο αθεράπευτο, χωρίς πιθανότητα αλλαγής, σταθερά
    είναι αθεράπευτα αισιόδοξος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.