αθεολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθεολόγητος | η | αθεολόγητη | το | αθεολόγητο |
| γενική | του | αθεολόγητου | της | αθεολόγητης | του | αθεολόγητου |
| αιτιατική | τον | αθεολόγητο | την | αθεολόγητη | το | αθεολόγητο |
| κλητική | αθεολόγητε | αθεολόγητη | αθεολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθεολόγητοι | οι | αθεολόγητες | τα | αθεολόγητα |
| γενική | των | αθεολόγητων | των | αθεολόγητων | των | αθεολόγητων |
| αιτιατική | τους | αθεολόγητους | τις | αθεολόγητες | τα | αθεολόγητα |
| κλητική | αθεολόγητοι | αθεολόγητες | αθεολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αθεολόγητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.