θεολογώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
θεολογώ
<
αρχαία ελληνική
θεολογέω
/
θεολογῶ
<
θεολόγος
<
θεός
+
λέγω
Προφορά
ΔΦΑ
: /
θe.o.loˈɣo
/
Ρήμα
θεολογώ
(
θρησκεία
,
θεολογία
)
αναπτύσσω
θεολογικά
θέματα
, σχετικά με τη
θεολογία
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
θεολόγος
,
θεός
και
λέγω
Μεταφράσεις
θεολογώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.