αθήρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αθήρωμα τα αθηρώματα
      γενική του αθηρώματος των αθηρωμάτων
    αιτιατική το αθήρωμα τα αθηρώματα
     κλητική αθήρωμα αθηρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθήρωμα < ελληνιστική κοινή ἀθήρωμα < ἀθήρα / ἀθήρη < αρχαία ελληνική ἀθάρη ((σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική atheroma (ίδια σημασία) < λατινική atheroma < ελληνιστική κοινή ἀθήρωμα)

Ουσιαστικό

αθήρωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

  • αθηρωματική πλάκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.