χοληστερίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χοληστερίνη | οι | χοληστερίνες |
| γενική | της | χοληστερίνης | των | χοληστερινών |
| αιτιατική | τη | χοληστερίνη | τις | χοληστερίνες |
| κλητική | χοληστερίνη | χοληστερίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χοληστερίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cholestérine < χολη- + στερ(εός) + -ίνη (< αρχαία ελληνική χολή + αρχαία ελληνική στερεός + -ίνη)[1]. Η λέξη δημιουργήθηκε το 1815 από τον Γάλλο χημικό Eugene Chevreul.[2] βλ. και λήμμα χοληστερόλη
Ουσιαστικό
χοληστερίνη θηλυκό
Ταυτόσημο
Πολυλεκτικοί όροι
- κακή χοληστερίνη
- καλή χοληστερίνη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χοληστερίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χοληστερίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- χοληστερίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.