αεριοποιητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριοποιητής οι αεριοποιητές
      γενική του αεριοποιητή των αεριοποιητών
    αιτιατική τον αεριοποιητή τους αεριοποιητές
     κλητική αεριοποιητή αεριοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεριοποιητής < αεριοποίη(ση) + -τής, μορφολογικά αναλύεται αέρι(ο) + -ο- + -ποιητής

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾi.o.pi.iˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεριοποιητής

Ουσιαστικό

αεριοποιητής αρσενικό

  • συσκευή ή μηχάνημα που συμβάλλει στη μετατροπή ενός στερεού ή υγρού σε αέριο
    Παράλληλα, εφαρμόσθηκε πρόγραμμα συνεχούς παρακολούθησης των θερμοκρασιών της περιοχής σε 24ωρη βάση, με την εγκατάσταση τοπικών θερμοστοιχείων και χρήση θερμοκαμερών, ενώ έχει προβλεφθεί η άμεση διακοπή της λειτουργίας του αεριοποιητή σε περίπτωση που αυτό απαιτηθεί. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.