αεριοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αεριοποιώ < αεριο- + -ποιώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική gazéifier [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾi.o.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐ο‐ποι‐ώ
Ρήμα
αεριοποιώ, αόρ.: αεριοποίησα, παθ.φωνή: αεριοποιούμαι, π.αόρ.: αεριοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αεριοποιημένος
Συγγενικά
- αεριοποίηση
- αεριοποιήσιμος
- αεριοποιητής
- → δείτε τις λέξεις αέρας και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αεριοποιώ | αεριοποιούσα | θα αεριοποιώ | να αεριοποιώ | αεριοποιώντας | |
| β' ενικ. | αεριοποιείς | αεριοποιούσες | θα αεριοποιείς | να αεριοποιείς | ||
| γ' ενικ. | αεριοποιεί | αεριοποιούσε | θα αεριοποιεί | να αεριοποιεί | ||
| α' πληθ. | αεριοποιούμε | αεριοποιούσαμε | θα αεριοποιούμε | να αεριοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αεριοποιείτε | αεριοποιούσατε | θα αεριοποιείτε | να αεριοποιείτε | αεριοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αεριοποιούν(ε) | αεριοποιούσαν(ε) | θα αεριοποιούν(ε) | να αεριοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αεριοποίησα | θα αεριοποιήσω | να αεριοποιήσω | αεριοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αεριοποίησες | θα αεριοποιήσεις | να αεριοποιήσεις | αεριοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αεριοποίησε | θα αεριοποιήσει | να αεριοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αεριοποιήσαμε | θα αεριοποιήσουμε | να αεριοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αεριοποιήσατε | θα αεριοποιήσετε | να αεριοποιήσετε | αεριοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αεριοποίησαν αεριοποιήσαν(ε) |
θα αεριοποιήσουν(ε) | να αεριοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αεριοποιήσει | είχα αεριοποιήσει | θα έχω αεριοποιήσει | να έχω αεριοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αεριοποιήσει | είχες αεριοποιήσει | θα έχεις αεριοποιήσει | να έχεις αεριοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αεριοποιήσει | είχε αεριοποιήσει | θα έχει αεριοποιήσει | να έχει αεριοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αεριοποιήσει | είχαμε αεριοποιήσει | θα έχουμε αεριοποιήσει | να έχουμε αεριοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αεριοποιήσει | είχατε αεριοποιήσει | θα έχετε αεριοποιήσει | να έχετε αεριοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αεριοποιήσει | είχαν αεριοποιήσει | θα έχουν αεριοποιήσει | να έχουν αεριοποιήσει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.